ονοματολόγιο — το κατάλογος με ονόματα πραγμάτων επιστημονικού ή τεχνικού κλάδου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-λόγιο — (AM λόγιον και Μ λόγιν) β συνθετικό ουδέτερων ονομάτων από το ρ. λέγω είτε με τη σημασία τού «ομιλώ, λέω» (πρβλ. ημερολόγιο, ωρολόγιο, μοιρολόγιο, τιμολόγιο) είτε με τη σημ. τού «συλλέγω, συγκεντρώνω», οπότε και λειτούργησε ως περιληπτική… … Dictionary of Greek
αμμωτό — το τεχνολ. όργανο μέτρησης τού χρόνου με τη βοήθεια τής ροής λεπτόκοκκης άμμου. [ΕΤΥΜΟΛ. < άμμος. Απόδοση στα Ελληνικά τού γαλλ. sablier ή ampoulitte. Ο ελληνικός όρος πρωτοαπαντά στο Ναυτικό Ονοματολόγιο τού 1858] … Dictionary of Greek
αμφιτελής — ές αυτός που εκτελεί διπλή υπηρεσία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + τελής < τέλος. Η λ. απαντά για πρώτη φορά (στον πληθ. αμφιτελείς) το 1858 στό «Ναυτικό Ονοματολόγιο» ως απόδοση τού γαλλ. Servants mobiles «επιστάτες, γεμιστές»] … Dictionary of Greek
ανισοβύθιστος — η, ο 1. ο βυθισμένος άνισα 2. (για πλοία) αυτός που δεν έχει το ίδιο βύθισμα στην πλώρη και στην πρύμη. [ΕΤΥΜΟΛ. < άνισος + βυθίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1858 στο Ναυτικό Ονοματολόγιο] … Dictionary of Greek
αξονοδέτης — ο μετάλλινη υποδοχή που συγκρατεί τον άξονα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αξονας + δέτης < δέω. Η λ. μαρτυρείται στον πληθ., αξονοδέται, από το 1858 στο Ναυτικό Ονοματολόγιο ως απόδοση του γαλλ. brides d essieu] … Dictionary of Greek
αριστερήνεμος — ον αυτός που πλέει έχοντας τον άνεμο από τ αριστερά. [ΕΤΥΜΟΛ. < αριστερός + άνεμος. Η λ. μαρτυρείται από το 1858 στο Ναυτικό Ονοματολόγιο] … Dictionary of Greek
αυλάκωση — (Βιολ.). Διαδικασία με την οποία ένα απλό γονιμοποιημένο ωάριο αναπτύσσεται σε ένα πολυκυτταρικό έμβρυο. Η ίδια η ετυμολογία της λέξης δίνει το νόημα της σχάσης ή διαίρεσης του κύτταρου. Η διαίρεση αυτή, που λέγεται μίτωση, συνοδεύεται από μία… … Dictionary of Greek
αφερματίζω — βγάζω το έρμα από το πλοίο, ξεσαβουρώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < απο + ερματίζω «τοποθετώ έρμα, σαβούρα». Η. λ. μαρτυρείται από το 1858 στο Ναυτικό Ονοματολόγιο των Λ. Παλάσκα, Α. Κουμελά, Φ. Ιωάννου] … Dictionary of Greek
βελονωτός — ή, ό 1. αυτός που μοιάζει με βελόνα, μυτερός 2. φρ. «βελονωτά...» ή «βελονάτα όπλα» όπλα στα οποία βελονοειδής προεξοχή χτυπάει το καψούλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < βελόνα. Η λ. μαρτυρείται από το 1858 στο Ναυτικό Ονοματολόγιο, των Λ. Παλάσκα, Α. Κουμελά… … Dictionary of Greek